μακαρονάδα

μακαρονάδα
η макароны (кушанье)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μακαρονάδα" в других словарях:

  • μακαρονάδα — η φαγητό που παρασκευάζεται με μακαρόνια και συνοδεύεται συνήθως με τριμμένο τυρί και διάφορα είδη σάλτσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρόνι + επίθημα άδα (πρβλ. φασολ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • μακαρονάδα — η φαγητό με βάση τα μακαρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακαρονάδικο — το [μακαρονάδα] 1. μακαρονοποιείο 2. κατάστημα στο οποίο προσφέρεται μακαρονάδα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»